- ορμήνεια
- και ορμήνια, η [ορμηνεύω]1. η ενέργεια τού ορμηνεύω, συμβουλή, υπόδειξη2. προτροπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρμήνεια — και ορμήνεια, η συμβουλή, νουθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματικός σχηματισμός < αρμηνεύω (πρβλ. ζήλεια < ζηλεύω, ορμήνεια < ορμηνεύω)] … Dictionary of Greek
ολπίδα — και ορπίδα, η (Μ ὀλπίδα) η ελπίδα («και την ολπίδαν τόχει νά βρη πουλλίν ακάτερχο κι άγνωστο να γελάση», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίδα (πρβλ. ερμηνεία: ορμήνεια)] … Dictionary of Greek
ορμήνεμα — το [ορμηνεύω] ορμήνεια … Dictionary of Greek
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek